- μετεκαθέζετο
- μετακαθέζομαιchange one's seatimperf ind mid 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετακαθέζομαι — (Α) [καθέζομαι] αλλάζω τη θέση μου, κάθομαι σε άλλη θέση («χρηματίσας δὲ καὶ τούτοις... μετεκαθέζετο ἐπὶ τὸν ἑξῆς θρόνον», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek